Του
Σε ένα μικρό διαμέρισμα μικρής επαρχιακής πόλης ένα ηλιόλουστο πρωινό όπου το μόνο που ακούγεται είναι η φωνή ξανθιάς παρουσιάστριας πρωϊνάδικου, το κουδούνι της πόρτας είναι μια ευχάριστη έκπληξη.
Την πόρτα ανοίγει ηλικιωμένη κυρία, φορώντας ποδιά γιατί καθάριζε φασολάκια, στην τσέπη της οποίας υπάρχει μια παιδική κουδουνίστρα Μπομπ- Σφουγγαράκης. – Καλημέρα κόρη μου, λέει χαμογελώντας στην κοπέλα με το φάκελο. Καλημέρα σας, είμαστε για την απογραφή. – Μάλιστα, απογραφή, το είπε και ο Αυτιάς, έλα μέσα παιδί μου.
Το διαμέρισμα είναι απλό, με έπιπλα από γνωστό σουηδικό κατάστημα με είδη για το σπίτι, πολύ ταχτοποιημένο. –Θα ήθελα μερικά στοιχεία για την οικογένεια που μένει εδώ, είπε η κοπέλα η οποία ομολογουμένως προσπάθησε να είναι σύντομη γιατί αυτό ήταν το 14ο σπίτι που επισκεπτόταν από το πρωί - και θα έπρεπε να πάρει το γιό της από το σχολείο στις 2 ακριβώς.
– Κάτσε ένα λεπτό να σου ψήσω ένα καφεδάκι, πρώτη φορά έρχεσαι σπίτι, έχω φτιάξει και γλυκό μήλο φιρίκι, μόνο να μιλάμε σιγά γιατί θα μου ξυπνήσεις το εγγονάκι μέσα που το κοίμισα πριν. Η κοπέλα δεν πρόλαβε να αντιδράσει, μόνο ακούγοντας τη φωνή της γιαγιάς «πως τον πίνεις» απάντησε μηχανικά «σκέτο». Ορίστε τα καφεδάκια, είπε γυρνώντας η γιαγιά ενώ η κοπέλα κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε εύκολα να πει όχι, ειδικά όταν παρατήρησε πως το σεμέν που έπεφτε πάνω στην 32άρα TFTτηλεόραση σκέπαζε όλη την οθόνη και απλά ακουγόταν ο ήχος της παρουσιάστριας που έλεγε τα ζώδια. – Τη σκέπασα για να μη βλέπω τις πομπές της, μόνο την ακούω λίγο έτσι όταν κοιμίζω το παιδί. Η κακούργα που χώρισε με κείνο το παλικάρι που είχε και τώρα έχει πάει και χορεύει και την πιάνει ο ένας κι ο άλλος.. – «Πόσοι μένουν σε αυτό το σπίτι;» ρώτησε η κοπέλα ανοίγοντας το ντοσιέ της, προσπαθώντας να επικεντρωθεί στη δουλειά.- Δοκίμασε γλυκάκι, δεν έχεις ξαναφάει απ’ αυτό. Το διαμέρισμα αυτό είναι του γιου μου, μένει με την προκομμένη τη γυναίκα του. Εγώ πληρώνω το νοίκι, με τη σύνταξη του μακαρίτη του άντρα μου, δούλευε στη ΔΕΗ, είχε βάλει και το παιδί εκεί με σύμβαση παλιά, δούλευε κι αυτός εκεί και ήταν μια χαρά, τότε που ήταν «οι άλλοι» στα πράγματα. Μετά το αλλάξανε, κάνανε το ΑΣΕΠ και δεν μπορεί ο κόσμος να βάλει τα παιδιά του που τα σπούδασε με κόπια σε μια δουλειά να φάνε ψωμάκι. Τον είχαμε μετά σ’ αυτά τα «Στετζ», χρόνια δούλευε κι εκεί, είχα παρακαλέσει εγώ τον Βολεψόπουλο το βουλευτή, τόσα χρόνια τον ψήφιζε ο μακαρίτης, για να βάζει μόνο τα παιδιά των άλλων; Τα σταμάτησαν μετά και τα Στέτζ, έμεινε το παιδί έτσι, στο ταμείο και κοιτάει τώρα να βρει δουλειά δεξιά και αριστερά, δεν θέλω και να τη λέω αυτή τη λέξη, αριστερά εμείς δεν ψηφίσαμε ποτέ, ούτε να τους βλέπω δεν θέλω.
-Άρα εδώ μένει ο γιος σας με τη γυναίκα του και το παιδί του, ψέλλισε η κοπέλα, όχι για να δώσει τροφή για συνέχεια, αλλά….
- Εγώ του έλεγα να μην την πάρει, αυτός την ήθελε. Είναι λέει φιλόλογος με μεταπτυχιακό στο Αρχαίο Δράμα! Ακούς εσύ; Εδώ να δεις δράμα, που αν δεν ήμουνα εγώ αυτό το δόλιο το παιδάκι μέσα ούτε γάλα δε θα χε να πιει. Ήθελε να πάρει φιλόλογο ενώ το Μαράκι της Τασίας απέναντι που το χαν βάλει με μέσον στην Αγροτική παρακάλαγε να της τον δώσουμε αλλά ο δικός μου δεν με άκουγε, έκανε του κεφαλιού του, να τώρα τα αποτελέσματα. Αλλά εγώ τώρα δεν θα τον ακούσω πάλι, όοοχι. Εγώ τα πρωινά ακούω τον Αυτιά, αυτός τα ξέρει όλα και τώρα κάτι οικονομίες που έχω θα τις πάρω από την τράπεζα γιατί κοπέλα μου τώρα θα πτωχεύσουμε και συ αν έχεις τίποτα λεφτά στην τράπεζα να τα πάρεις να τα έχεις σπίτι καλύτερα παρά σε αυτούς τους κλέφτες, που δυο κάρτες είχε το παιδί μου, πόσα λεφτά πια τους πήρε και τώρα τον έχουνε στη «μαύρη λίστα» λέει επειδή χρωστάει. Να μην πάνε δυο νέοι άνθρωποι διακοπές να χαρούνε λίγο, αμέσως τους βάζουνε στη μαύρη λίστα. Και η προκομμένη περιμένει ακόμα διορισμό, τώρα που ήρθανε όμως «οι άλλοι» στα πράγματα και έχουμε και το μνημόνιο, χαιρετίσματα.
Βλέπεις και κείνο το σπιτάκι στην εξοχή ο μακαρίτης το ‘χτισε δίχως άδεια, είχε το μπατζανάκη του τότε στην πολεοδομία και του πε προχώρα, και τώρα ούτε να το πουλήσουμε μπορούμε, ούτε και πάει να μείνει κανείς εκεί, έχει χορταριάσει ο κήπος. Δεν της αρέσει λέει της νύφης μου, είναι ερημιά εκεί λέει και είναι και «παράνομο». Μες στο δάσος, στα δέντρα, κάηκε πέρυσι και πιο πέρα και θα χτίσουνε κι άλλα σπίτια, θα πάρει αξία, είναι λέει παράνομο. Κάτσε τώρα εδώ κυρία μου με τρεις κι εξήντα, που είναι νόμιμα να δω τι θα τρως.
Η δικιά σας η γενιά κόρη μου δεν είναι μαθημένη στα δύσκολα, η νύφη μου όλη μέρα παλεύει με κάτι μαθήματα και πάει και βοηθάει σε κάτι ιδρύματα «αποασυλοποίησης» και τρέχει με κάτι οργανώσεις για το περιβάλλον και σέρνει και κείνο το παιδί κοντά όλη την ώρα και αποτέλεσμα μηδέν. Εμείς τότε τα κανονίζαμε καλύτερα τα πράγματα και κάναμε οικογένειες και φτιάξαμε σπίτια και ακόμα σας βοηθάμε, χωρίς εμάς τι θα κάνατε;
Αυτή η τελευταία φράση της Κυρά- Ελένης Παπαδοπούλου, έτσι ήταν το πλήρες όνομα της χήρας του Νίκου Παπαδόπουλου το γένος Αντωνοπούλου, είχε μείνει στη σκέψη της κοπέλας από τη στατιστική υπηρεσία φεύγοντας από εκείνο το σπίτι για να πάει στο επόμενο, γιατί και η δικιά της ζωή δεν απείχε πολύ από το «χωρίς εμάς τι θα κάνατε», από τη ζωή της φιλολόγου με μεταπτυχιακό στο Αρχαίο Δράμα. «Θα ήμασταν άραγε όμως καλύτερα ή χειρότερα χωρίς εσάς», αναρωτήθηκε.. «Θα βάλω αύριο το πρωί τον Αυτιά», σκέφτηκε. Αυτός ίσως ξέρει. Αυτός άλλωστε τα ξέρει όλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου